ἐπιστομίδα

ἐπιστομίδα
ἐπιστομίς
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιστομίδα — η (AM ἐπιστομίς) το επιστόμιο πνευστού οργάνου νεοελλ. βραχύς κωνικός σωλήνας που προστίθεται στο στόμιο άλλου σωλήνα μεγαλύτερης διαμέτρου για να επαυξήσει την ταχύτητα εκροής ρευστού …   Dictionary of Greek

  • παραχαλινίδα — η η επιστομίδα τού χαλινού που είναι προσαρμοσμένη στα χείλη τού αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χαλινός + επίθημα ιδα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”